εδαφιαίος — α, ο (Μ ἐδαφιαῑος, α, ον) [έδαφος] αυτός που φτάνει ώς το έδαφος («εδαφιαία υπόκλιση) … Dictionary of Greek
εδαφιαίος — α, ο επίρρ. α που φτάνει ως το έδαφος: Του έκανε εδαφιαία υπόκλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)